στραβοπατώ — Ν 1. παραπατώ, παραπαίω 2. στρεβλώνω, αλλοιώνω το κανονικό σχήμα τών παπουτσιών με αδέξιο ή ακανόνιστο περπάτημα 3. μτφ. σφάλλω, παρεκτρέπομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στραβ(ο) * + πατώ] … Dictionary of Greek
παραπατώ — (I) άω, Α [απατώ] εξαπατώ, αποπλανώ, δελεάζω. (II) άω [πατώ] 1. πατώ αλλού από εκεί που πρέπει, στραβοπατώ («παραπάτησε και στραμπούληξε το πόδι του») 2. κλονίζομαι κατά το βάδισμα, τρικλίζω 3. μτφ. παρεκτρέπομαι, παραστρατώ … Dictionary of Greek
στραβ(ο)- — Ν α συνθετικό πολλών λ. τής Νέας Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. στραβός και δηλώνει είτε επισφαλή όραση είτε ότι το β’ συνθετικό είναι λοξό, στρεβλό ή ότι γίνεται με εσφαλμένο τρόπο. ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) στραβακούω, στραβοβλέπω,… … Dictionary of Greek
στραβοπάτημα — το, Ν [στραβοπατώ] 1. παραπάτημα, πάτημα κατά το οποίο δεν προσαρμόζεται το πέλμα κανονικά στο έδαφος 2. στράβωμα τού παπουτσιού από αδέξιο βάδισμα 3. μτφ. σφάλμα, παρεκτροπή … Dictionary of Greek
στραβοπατάω — (σπάν. στραβοπατώ), στραβοπάτησα, στραβοπατημένος βλ. πίν. 58 Σημειώσεις: στραβοπατάω : η μτχ. στραβοπατημένος χρησιμοποιείται κυρίως για παπούτσια που έχουν χάσει τη φόρμα τους γιατί τα πατάει κανείς στραβά … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παραπατώ — παραπάτησα 1. στραβοπατώ, σκοντάφτω: Μάνα μου, παραπάτησα και το σταμνί μου τσάκισα (δημ. τραγ.). 2. βαδίζω με βήμα ασταθές, τρεκλίζω: Παραπατούσε από το μεθύσι. 3. φταίω, παραστρατώ: Μια φορά παραπάτησα στη ζωή μου και το πλήρωσα ακριβά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)